- λυκοπάνθηρος
- λυκοπάνθηρος, ὁ (ΑM)ζώο που πιστευόταν ότι προέρχεται από διασταύρωση λύκου και πάνθηρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυκοπάνθηρος — wolf panther masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοπανθήρους — λυκοπάνθηρος wolf panther masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοπανθήρων — λυκοπάνθηρος wolf panther masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
lobagante — (Del lat. vulgar lucopante.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Bogavante, crustáceo marino. * * * lobagante m. Bogavante. * * * lobagante. (Del lat. vulg. *lucopante, y este del gr. λυκοπάνθηρος, onza2, por la apariencia feroz que le proporcionan… … Enciclopedia Universal
λυκόπαρδος — λυκόπαρδος, ὁ (Μ) ο λυκοπάνθηρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πάρδος (πρβλ. λεόπαρδος)] … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
lobagante — (Del lat. vulg. *lucopante, y este del gr. λυκοπάνθηρος, onza2, por la apariencia feroz que le proporcionan sus grandes pinzas). m. bogavante2 … Diccionario de la lengua española